Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπροαύξομαι
συμπροβαίνω
συμπροβάλλω
συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροέρχομαι
συμπροθυμέομαι
συμπροίημι
συμπροικίζω
συμπροκόπτω
View word page
συμπρόβουλος
συμπρό-βουλος, ον,
A). fellow -πρόβουλος, IG 9(1).485 (Acarnania, iii B.C.), Arg. Ar. Lys.


ShortDef

fellow

Debugging

Headword:
συμπρόβουλος
Headword (normalized):
συμπρόβουλος
Headword (normalized/stripped):
συμπροβουλος
IDX:
98814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρό-βουλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span> <span class="foreign greek">-πρόβουλος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).485 </span> (Acarnania, iii B.C.), Arg.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lys.</span> </span> </div> </div><br><br>'}