Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπροαύξομαι
συμπροβαίνω
συμπροβάλλω
συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροέρχομαι
συμπροθυμέομαι
συμπροίημι
συμπροικίζω
View word page
συμπροβάλλω
συμπρο-βάλλω,
A). project together with itself, Dam. Pr. 13 .


ShortDef

project together with itself

Debugging

Headword:
συμπροβάλλω
Headword (normalized):
συμπροβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συμπροβαλλω
IDX:
98813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98814
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρο-βάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">project together with itself</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dam.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 13 </a>.</div> </div><br><br>'}