Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπροαύξομαι
συμπροβαίνω
συμπροβάλλω
συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροέρχομαι
συμπροθυμέομαι
συμπροίημι
View word page
συμπροβαίνω
συμπρο-βαίνω, 3 sg. pres. -ει, =
A). concrescit, Gloss.


ShortDef

concrescit

Debugging

Headword:
συμπροβαίνω
Headword (normalized):
συμπροβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συμπροβαινω
IDX:
98812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98813
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρο-βαίνω</span>, 3 sg. pres. <span class="foreign greek">-ει</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concrescit,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}