Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπροαύξομαι
συμπροβαίνω
συμπροβάλλω
συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροέρχομαι
συμπροθυμέομαι
View word page
συμπροαύξομαι
συμπρο-αύξομαι, Pass.,
A). increase with or together, Hp. Epid. 2.1.8 .


ShortDef

increase with

Debugging

Headword:
συμπροαύξομαι
Headword (normalized):
συμπροαύξομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπροαυξομαι
IDX:
98811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98812
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρο-αύξομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">increase with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:2:1:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:2:1:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epid.</span> 2.1.8 </a>.</div> </div><br><br>'}