Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαγράφω
ἀντιδιαζεύγνυμαι
ἀντιδιαίρεσις
ἀντιδιαιρέω
ἀντιδιάκειμαι
ἀντιδιάκονος
ἀντιδιακοσμέω
ἀντιδιαλέγομαι
ἀντιδιαλλάσσομαι
ἀντιδιαλογίζομαι
ἀντιδιανυκτερεύω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιασταλτικός
ἀντιδιαστατέω
ἀντιδιαστέλλω
ἀντιδιαστολή
ἀντιδιάταξις
ἀντιδιατάσσομαι
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκαλοι
View word page
ἀντιδιαλογίζομαι
ἀντιδια-λογίζομαι
,
A).
set off in compensation,
Gloss.
ShortDef
set off in compensation
Debugging
Headword:
ἀντιδιαλογίζομαι
Headword (normalized):
ἀντιδιαλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιδιαλογιζομαι
IDX:
9880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9881
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιδια-λογίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">set off in compensation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}