Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπροαύξομαι
συμπροβαίνω
συμπροβάλλω
συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
View word page
συμπρήκτωρ
συμπρήκτωρ, συμπρήσσω,
A). v. συμπράκτωρ, συμπράσσω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπρήκτωρ
Headword (normalized):
συμπρήκτωρ
Headword (normalized/stripped):
συμπρηκτωρ
IDX:
98808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98809
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρήκτωρ</span>, <span class="orth greek">συμπρήσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συμπράκτωρ, συμπράσσω</span> .</div> </div><br><br>'}