Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτρια
συμπράκτωρ
συμπραξία
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπροαύξομαι
View word page
συμπραΰνομαι
συμπρᾱΰνομαι,
A). to be mitigated at the same time, of fever, Gal. 18 ( 1 ). 70 .


ShortDef

to be mitigated at the same time

Debugging

Headword:
συμπραΰνομαι
Headword (normalized):
συμπραΰνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπραυνομαι
IDX:
98801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98802
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρᾱΰνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be mitigated at the same time</span>, of fever, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18 </span> (<span class="bibl"> 1 </span>).<span class="bibl"> 70 </span>.</div> </div><br><br>'}