Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπόσιος
συμποσόω
συμπότης
συμποτιγίνομαι
συμποτικός
συμπότρια
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτρια
συμπράκτωρ
συμπραξία
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
View word page
συμπράκτρια
συμπράκτρια, , fem. of sq., Sch. A.R. 3.942 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπράκτρια
Headword (normalized):
συμπράκτρια
Headword (normalized/stripped):
συμπρακτρια
IDX:
98795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπράκτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:942" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.942/canonical-url/">Sch. <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.942 </a>.</div><br><br>'}