Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπόσιον
συμπόσιος
συμποσόω
συμπότης
συμποτιγίνομαι
συμποτικός
συμπότρια
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτρια
συμπράκτωρ
συμπραξία
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
View word page
συμπρακτορεύω
συμπρακτορεύω,
A). to be assistant tax-collector, PLond. 2.306.23 (ii A.D.).


ShortDef

to be assistant tax-collector

Debugging

Headword:
συμπρακτορεύω
Headword (normalized):
συμπρακτορεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπρακτορευω
IDX:
98794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρακτορεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be assistant tax-collector,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 2.306.23 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}