Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπόσιος
συμποσόω
συμπότης
συμποτιγίνομαι
συμποτικός
συμπότρια
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτρια
συμπράκτωρ
συμπραξία
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
View word page
συμπρακτικός
συμπρακτικός, , όν,
A). cooperating, Ptol. Tetr. 51 .


ShortDef

cooperating

Debugging

Headword:
συμπρακτικός
Headword (normalized):
συμπρακτικός
Headword (normalized/stripped):
συμπρακτικος
IDX:
98793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπρακτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cooperating</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:51" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:51/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 51 </a>.</div> </div><br><br>'}