Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπόσιος
συμποσόω
συμπότης
συμποτιγίνομαι
συμποτικός
συμπότρια
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτρια
συμπράκτωρ
συμπραξία
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
View word page
συμπότρια
συμπότρια
, fem. of
συμπότης
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συμπότρια
Headword (normalized):
συμπότρια
Headword (normalized/stripped):
συμποτρια
IDX:
98790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98791
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπότρια</span>, fem. of <span class="foreign greek">συμπότης</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}