Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμποσιάζω
συμποσιαῖος
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπόσιος
συμποσόω
συμπότης
συμποτιγίνομαι
συμποτικός
συμπότρια
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτρια
συμπράκτωρ
συμπραξία
σύμπραξις
View word page
συμποτιγίνομαι
συμποτιγίνομαι,
A). v. συμπροσγίγνομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμποτιγίνομαι
Headword (normalized):
συμποτιγίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμποτιγινομαι
IDX:
98788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμποτιγίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συμπροσγίγνομαι</span> .</div> </div><br><br>'}