Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιαῖος
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπόσιος
συμποσόω
συμπότης
συμποτιγίνομαι
συμποτικός
συμπότρια
σύμπους
συμπραγματεύομαι
View word page
συμποσιαρχία
συμποσι-αρχία
,
ἡ
,
A).
office of
συμποσίαρχος
, ib.
620a
.
ShortDef
office of συμποσίαρχος, president of a drinking-party
Debugging
Headword:
συμποσιαρχία
Headword (normalized):
συμποσιαρχία
Headword (normalized/stripped):
συμποσιαρχια
IDX:
98782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98783
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμποσι-αρχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of</span> <span class="foreign greek">συμποσίαρχος</span>, ib.<span class="bibl"> 620a </span>.</div> </div><br><br>'}