Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιαῖος
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπόσιος
συμποσόω
συμπότης
συμποτιγίνομαι
συμποτικός
συμπότρια
σύμπους
View word page
συμποσιαρχέω
συμποσι-αρχέω,
A). to be a συμποσίαρχος, Arist. Pol. 1274b12 , Plu. 2.620c .


ShortDef

to be a συμποσίαρχος

Debugging

Headword:
συμποσιαρχέω
Headword (normalized):
συμποσιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
συμποσιαρχεω
IDX:
98781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμποσι-αρχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a</span> <span class="foreign greek">συμποσίαρχος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1274b:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1274b.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pol.</span> 1274b12 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.620c </span>.</div> </div><br><br>'}