Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιαῖος
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπόσιος
συμποσόω
συμπότης
συμποτιγίνομαι
συμποτικός
View word page
συμποσιαῖος
συμποσι-αῖος, α, ον, = sq., Eust. 770.14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμποσιαῖος
Headword (normalized):
συμποσιαῖος
Headword (normalized/stripped):
συμποσιαιος
IDX:
98779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98780
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμποσι-αῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:770:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:770.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 770.14 </a>.</div><br><br>'}