Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιαῖος
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπόσιος
View word page
σύμπορπον
σύμπορπον· τὸν μὴ ῥαφαῖς συνειλημμένον .. Χιτῶνα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύμπορπον
Headword (normalized):
σύμπορπον
Headword (normalized/stripped):
συμπορπον
IDX:
98775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98776
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμπορπον·</span> <span class="foreign greek">τὸν μὴ ῥαφαῖς συνειλημμένον .. Χιτῶνα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}