Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιαῖος
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
View word page
σύμπορος
σύμπορος, ον,
A). accompanying, Procl. in Alc. p.165 C.


ShortDef

accompanying

Debugging

Headword:
σύμπορος
Headword (normalized):
σύμπορος
Headword (normalized/stripped):
συμπορος
IDX:
98773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98774
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμπορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accompanying</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg007:p.165" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg007:p.165/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Alc.</span> p.165 </a> C.</div> </div><br><br>'}