Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιαῖος
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
View word page
συμπορνεύω
συμπορνεύω,
A). gloss on συλλαγνεύω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπορνεύω
Headword (normalized):
συμπορνεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπορνευω
IDX:
98772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98773
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπορνεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">συλλαγνεύω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}