Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιαῖος
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
View word page
συμπορισμός
συμπορ-ισμός, ,
A). assistance in procuring, J. BJ 2.20.8 .


ShortDef

assistance in procuring

Debugging

Headword:
συμπορισμός
Headword (normalized):
συμπορισμός
Headword (normalized/stripped):
συμπορισμος
IDX:
98771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98772
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπορ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assistance in procuring</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:2:20:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:2:20:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">BJ</span> 2.20.8 </a>.</div> </div><br><br>'}