Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιαῖος
View word page
συμπορθητής
συμπορθ-ητής, οῦ, ,
A). one who helps to destroy, Sch. Lyc. 222 .


ShortDef

one who helps to destroy

Debugging

Headword:
συμπορθητής
Headword (normalized):
συμπορθητής
Headword (normalized/stripped):
συμπορθητης
IDX:
98769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπορθ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who helps to destroy</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 222 </span>.</div> </div><br><br>'}