Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
συμπορσύνω
View word page
σύμπονος
σύμπονος, =
A). assessor, Gloss.


ShortDef

assessor

Debugging

Headword:
σύμπονος
Headword (normalized):
σύμπονος
Headword (normalized/stripped):
συμπονος
IDX:
98766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98767
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμπονος</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assessor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}