Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
σύμπορος
συμπορπάομαι
σύμπορπον
View word page
συμπονία
συμπονία, ,
A). cooperation, Mich. in EN 507.28 .


ShortDef

cooperation

Debugging

Headword:
συμπονία
Headword (normalized):
συμπονία
Headword (normalized/stripped):
συμπονια
IDX:
98765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπονία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cooperation</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4034.tlg001:507:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4034.tlg001:507.28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mich.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in EN</span> 507.28 </a>.</div> </div><br><br>'}