Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
συμπορνεύω
View word page
συμπομπή
συμπομπ-ή, ,
A). joint procession, OGI 309.11 (Teos, ii B.C., pl.).


ShortDef

joint procession

Debugging

Headword:
συμπομπή
Headword (normalized):
συμπομπή
Headword (normalized/stripped):
συμπομπη
IDX:
98762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98763
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπομπ-ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint procession</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 309.11 </span> (Teos, ii B.C., pl.).</div> </div><br><br>'}