Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
View word page
συμπολλαπλασιάζω
συμπολλαπλᾰσιάζω,
A). multiply at the same time, Papp. 24.19 ( Pass.).


ShortDef

multiply at the same time

Debugging

Headword:
συμπολλαπλασιάζω
Headword (normalized):
συμπολλαπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
συμπολλαπλασιαζω
IDX:
98759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98760
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπολλαπλᾰσιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">multiply at the same time</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2032.tlg001:24:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2032.tlg001:24.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Papp.</span> 24.19 </a>( Pass.).</div> </div><br><br>'}