Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιδέω
ἀντιδημαγωγέω
ἀντιδημηγορέω
ἀντιδημιουργέομαι
ἀντιδιαβαίνω
ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαγράφω
ἀντιδιαζεύγνυμαι
ἀντιδιαίρεσις
ἀντιδιαιρέω
ἀντιδιάκειμαι
ἀντιδιάκονος
ἀντιδιακοσμέω
ἀντιδιαλέγομαι
ἀντιδιαλλάσσομαι
ἀντιδιαλογίζομαι
ἀντιδιανυκτερεύω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιασταλτικός
ἀντιδιαστατέω
ἀντιδιαστέλλω
View word page
ἀντιδιάκειμαι
ἀντιδιάκειμαι
,
A).
to be different,
of mixed stuffs,
Aq.
De.
22.11
.
ShortDef
to be different
Debugging
Headword:
ἀντιδιάκειμαι
Headword (normalized):
ἀντιδιάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
αντιδιακειμαι
IDX:
9875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9876
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιδιάκειμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be different,</span> of mixed stuffs, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">De.</span> 22.11 </span>.</div> </div><br><br>'}