Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποδισμός
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
View word page
συμπολίτευσις
συμπολῑ/τ-ευσις, εως, ,
A). fellow-citizenship, IG 42(1).59.12 (Epid., iii B.C.).


ShortDef

fellow-citizenship

Debugging

Headword:
συμπολίτευσις
Headword (normalized):
συμπολίτευσις
Headword (normalized/stripped):
συμπολιτευσις
IDX:
98756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98757
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπολῑ/τ-ευσις</span>, <span class="orth greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-citizenship,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 42(1).59.12 </span> (Epid., iii B.C.).</div> </div><br><br>'}