Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποδισμός
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
View word page
συμποδισμός
συμποδ-ισμός, ,
A). gloss on ὑφεσμός , Hsch. (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμποδισμός
Headword (normalized):
συμποδισμός
Headword (normalized/stripped):
συμποδισμος
IDX:
98748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98749
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμποδ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ὑφεσμός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}