Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποδισμός
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
View word page
συμπνοή
συμπνοή, , =
A). conspiratio, Gloss.


ShortDef

conspiratio

Debugging

Headword:
συμπνοή
Headword (normalized):
συμπνοή
Headword (normalized/stripped):
συμπνοη
IDX:
98742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98743
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπνοή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conspiratio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}