Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπληρόω
συμπλήρωμα
συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
View word page
σύμπνευσις
σύμπνευσις, εως, , =
A). conspiratio, Gloss.


ShortDef

conspiratio

Debugging

Headword:
σύμπνευσις
Headword (normalized):
σύμπνευσις
Headword (normalized/stripped):
συμπνευσις
IDX:
98737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98738
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμπνευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conspiratio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}