Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπλανάομαι
σύμπλανος
συμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλέκτειρα
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
View word page
συμπλέκτειρα
συμπλέκ-τειρα
,
ἡ
,
A).
f.l. for
συμπαίκτειρα
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συμπλέκτειρα
Headword (normalized):
συμπλέκτειρα
Headword (normalized/stripped):
συμπλεκτειρα
IDX:
98711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98712
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπλέκ-τειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">συμπαίκτειρα</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}