Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπλάζομαι
συμπλανάομαι
σύμπλανος
συμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλέκτειρα
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
View word page
συμπλεκής
συμπλεκ-ής, ές,
A). entwined, entangled, Nonn. D. 3.27 , al.


ShortDef

entwined, entangled

Debugging

Headword:
συμπλεκής
Headword (normalized):
συμπλεκής
Headword (normalized/stripped):
συμπλεκης
IDX:
98710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπλεκ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">entwined, entangled</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:3:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:3.27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nonn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 3.27 </a>, al.</div> </div><br><br>'}