Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλάζομαι
συμπλανάομαι
σύμπλανος
συμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλέκτειρα
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
View word page
συμπλαστεύω
συμπλαστεύω
,
A).
fashion, mould
, or
construct with
, c. dat. et acc.,
PSI
2.171.19
(ii B.C.).
ShortDef
fashion, mould
Debugging
Headword:
συμπλαστεύω
Headword (normalized):
συμπλαστεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπλαστευω
IDX:
98705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98706
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπλαστεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fashion, mould</span>, or <span class="tr" style="font-weight: bold;">construct with</span>, c. dat. et acc., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 2.171.19 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}