Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλάζομαι
συμπλανάομαι
σύμπλανος
συμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλέκτειρα
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
View word page
συμπλασις
συμπλᾰσις, εως, , =
A). confictio, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπλασις
Headword (normalized):
συμπλασις
Headword (normalized/stripped):
συμπλασις
IDX:
98703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98704
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπλᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confictio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}