Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπιλητικός
συμπιλόω
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλάζομαι
συμπλανάομαι
σύμπλανος
συμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
View word page
συμπλάζομαι
συμπλάζομαι, f.l. in S. Fr. 373.5 for συνοπάζεται.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπλάζομαι
Headword (normalized):
συμπλάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπλαζομαι
IDX:
98700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98701
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπλάζομαι</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg008.perseus-grc1:373:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg008.perseus-grc1:373.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 373.5 </a> for <span class="foreign greek">συνοπάζεται</span>.</div><br><br>'}