Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπιλόω
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλάζομαι
συμπλανάομαι
σύμπλανος
συμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
View word page
συμπιστόομαι
συμπιστόομαι, Med.,
A). confirm, τὸ δόγμα S.E. M. 1.271 .


ShortDef

confirm

Debugging

Headword:
συμπιστόομαι
Headword (normalized):
συμπιστόομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπιστοομαι
IDX:
98698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπιστόομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confirm</span>, <span class="quote greek">τὸ δόγμα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:1:271" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:1.271/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 1.271 </a> .</div> </div><br><br>'}