Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμπεψις
συμπηγία
σύμπηγμα
συμπήγνυμι
συμπήδημα
σύμπηκτος
συμπηλόω
συμπήξ
σύμπηξις
συμπήσσω
συμπιαίνω
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπίεσμα
συμπιεσμός
συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπιλόω
συμπίνω
συμπιπίσκω
View word page
συμπιαίνω
συμ-πιαίνω,
A). v. συμπιέζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπιαίνω
Headword (normalized):
συμπιαίνω
Headword (normalized/stripped):
συμπιαινω
IDX:
98683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμ-πιαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συμπιέζω</span> .</div> </div><br><br>'}