Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπετάννυμι
συμπέτομαι
συμπεφορημένος
σύμπεψις
συμπηγία
σύμπηγμα
συμπήγνυμι
συμπήδημα
σύμπηκτος
συμπηλόω
συμπήξ
σύμπηξις
συμπήσσω
συμπιαίνω
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπίεσμα
συμπιεσμός
συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
View word page
συμπήξ
συμ-πήξ
,
ῆγος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
=
σύμπηκτος
,
Theognost.
Can.
40
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συμπήξ
Headword (normalized):
συμπήξ
Headword (normalized/stripped):
συμπηξ
IDX:
98680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98681
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμ-πήξ</span>, <span class="itype greek">ῆγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σύμπηκτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 40 </span>.</div> </div><br><br>'}