Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπεριφράσσω
συμπερονάω
συμπέσσω
συμπετάννυμι
συμπέτομαι
συμπεφορημένος
σύμπεψις
συμπηγία
σύμπηγμα
συμπήγνυμι
συμπήδημα
σύμπηκτος
συμπηλόω
συμπήξ
σύμπηξις
συμπήσσω
συμπιαίνω
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπίεσμα
συμπιεσμός
View word page
συμπήδημα
συμπήδημα
,
ατος
,
τό
,
A).
a leap taken with
or
together
,
Hsch.
s.v.
συνάλματα
.
ShortDef
a leap taken with
Debugging
Headword:
συμπήδημα
Headword (normalized):
συμπήδημα
Headword (normalized/stripped):
συμπηδημα
IDX:
98677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98678
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπήδημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a leap taken with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">συνάλματα</span> .</div> </div><br><br>'}