Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
συμπεριστέλλω
συμπεριστρέφομαι
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριτρέπω
συμπεριτρέχω
συμπεριτρίβομαι
συμπεριτυγχάνω
συμπεριφαντάζομαι
συμπεριφερής
συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
συμπεριφορά
συμπεριφορητός
συμπεριφράσσω
συμπερονάω
συμπέσσω
View word page
συμπεριτρίβομαι
συμπερι-τρίβομαι [τρῑ],
A). to be rubbed up together, Gal. 13.1041 (citing Dsc. 1.57 , where συμπεριτιθεμένων).


ShortDef

to be rubbed up together

Debugging

Headword:
συμπεριτρίβομαι
Headword (normalized):
συμπεριτρίβομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριτριβομαι
IDX:
98659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-τρίβομαι</span> <span class="pron greek">[τρῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be rubbed up together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.1041 </span> (citing <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.57 </span>, where <span class="foreign greek">συμπεριτιθεμένων</span>).</div> </div><br><br>'}