Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
συμπεριπίπτω
συμπεριπλανάομαι
συμπεριπλέκω
συμπεριπλέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
συμπεριστέλλω
συμπεριστρέφομαι
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριτρέπω
συμπεριτρέχω
συμπεριτρίβομαι
συμπεριτυγχάνω
View word page
συμπερίπολος
συμπερί-πολος, ,
A). fellow -περίπολος, Philol. 71.92 (Phocis, pl.), cf. Them. Or. 13.165b .


ShortDef

fellow

Debugging

Headword:
συμπερίπολος
Headword (normalized):
συμπερίπολος
Headword (normalized/stripped):
συμπεριπολος
IDX:
98650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερί-πολος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span> <span class="foreign greek">-περίπολος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Philol.</span> 71.92 </span> (Phocis, pl.), cf. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg013:165b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg013:165b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 13.165b </a>.</div> </div><br><br>'}