Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
συμπεριπίπτω
συμπεριπλανάομαι
συμπεριπλέκω
συμπεριπλέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
συμπεριστέλλω
συμπεριστρέφομαι
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριτρέπω
View word page
συμπεριπλοκή
συμπερι-πλοκή, ,
A). inter-connexion, τῶν πραγμάτων Luc. Hist. Conscr. 55 .


ShortDef

inter-connexion

Debugging

Headword:
συμπεριπλοκή
Headword (normalized):
συμπεριπλοκή
Headword (normalized/stripped):
συμπεριπλοκη
IDX:
98647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98648
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-πλοκή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inter-connexion</span>, <span class="quote greek">τῶν πραγμάτων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hist. Conscr.</span> 55 </span> .</div> </div><br><br>'}