Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
συμπεριπίπτω
συμπεριπλανάομαι
συμπεριπλέκω
συμπεριπλέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
συμπεριστέλλω
συμπεριστρέφομαι
View word page
συμπεριπλανάομαι
συμπερι-πλᾰνάομαι, Pass.,
A). wander about together, v.l.in Ph. 1.16 .


ShortDef

wander about together

Debugging

Headword:
συμπεριπλανάομαι
Headword (normalized):
συμπεριπλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριπλαναομαι
IDX:
98644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98645
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-πλᾰνάομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wander about together</span>, v.l.in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.16 </a>.</div> </div><br><br>'}