Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
συμπεριπίπτω
συμπεριπλανάομαι
συμπεριπλέκω
συμπεριπλέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
συμπεριστέλλω
View word page
συμπεριπίπτω
συμπερι-πίπτω,
A). fall about together, Hypsaeus ap. Stob. 4.31.45 .


ShortDef

fall about together

Debugging

Headword:
συμπεριπίπτω
Headword (normalized):
συμπεριπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριπιπτω
IDX:
98643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-πίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fall about together</span>, Hypsaeus ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.31.45 </span>.</div> </div><br><br>'}