Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
συμπεριπίπτω
συμπεριπλανάομαι
συμπεριπλέκω
συμπεριπλέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
View word page
συμπεριπέτομαι
συμπερι-πέτομαι,
A). fly about with, ib. 19.233a (with vv.ll.).


ShortDef

fly about with

Debugging

Headword:
συμπεριπέτομαι
Headword (normalized):
συμπεριπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριπετομαι
IDX:
98642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-πέτομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fly about with</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg019:233a" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg019:233a/canonical-url/"> 19.233a </a> (with vv.ll.).</div> </div><br><br>'}