Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
συμπεριπίπτω
συμπεριπλανάομαι
συμπεριπλέκω
View word page
συμπερικομίζω
συμπερι-κομίζω,
A). convey round with, IG 11(2).165.6 (Delos, iii B.C.).


ShortDef

convey round with

Debugging

Headword:
συμπερικομίζω
Headword (normalized):
συμπερικομίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπερικομιζω
IDX:
98635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-κομίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">convey round with,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 11(2).165.6 </span> (Delos, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}