Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
View word page
συμπεριίσταμαι
συμπερι-ίσταμαι, Pass.,
A). close in, draw together, Thphr. HP 5.5.2 .


ShortDef

close in, draw together

Debugging

Headword:
συμπεριίσταμαι
Headword (normalized):
συμπεριίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριισταμαι
IDX:
98632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-ίσταμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">close in, draw together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:5:5:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:5:5:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 5.5.2 </a>.</div> </div><br><br>'}