Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
View word page
συμπεριίπταμαι
συμπερι-ίπταμαι,
A). fly about with, ταῖς ἀκρίσιν Zos. 1.57 .


ShortDef

fly about with

Debugging

Headword:
συμπεριίπταμαι
Headword (normalized):
συμπεριίπταμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριιπταμαι
IDX:
98631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-ίπταμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fly about with</span>, <span class="quote greek">ταῖς ἀκρίσιν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2687.tlg001:1:57" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2687.tlg001:1.57/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zos.</span> 1.57 </a> .</div> </div><br><br>'}