Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
View word page
συμπεριζώννυμαι
συμπερι-ζώννῠμαι, Med.,
A). gird round oneself, gird oneself with, Ath. 12.551d .


ShortDef

gird round oneself, gird oneself with

Debugging

Headword:
συμπεριζώννυμαι
Headword (normalized):
συμπεριζώννυμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριζωννυμαι
IDX:
98629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98630
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-ζώννῠμαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gird round oneself, gird oneself with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:12:551d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:12.551d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 12.551d </a>.</div> </div><br><br>'}