Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
View word page
συμπεριέχω
συμπερι-έχω,
A). embrace in the same circuit, D.H. 3.43 , in Pass.


ShortDef

embrace in the same circuit

Debugging

Headword:
συμπεριέχω
Headword (normalized):
συμπεριέχω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριεχω
IDX:
98628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98629
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-έχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">embrace in the same circuit</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:3:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:3.43/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 3.43 </a>, in Pass. </div> </div><br><br>'}