Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
View word page
συμπεριέλκω
συμπερι-έλκω,
A). drag about together, in Pass., c. dat., PSI 5.495.16 (iii B.C.), Placit. 2.20.13 .


ShortDef

drag about together

Debugging

Headword:
συμπεριέλκω
Headword (normalized):
συμπεριέλκω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριελκω
IDX:
98625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98626
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-έλκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drag about together</span>, in Pass., c. dat., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 5.495.16 </span> (iii B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 2.20.13 </span>.</div> </div><br><br>'}